- πιστιά
- (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν αραιό ρόδακα 5-14 εκ. μήκους, με ωχροπράσινο χρώμα και είναι βελούδινα στην αφή. Τα άνθη της είναι δίκλινα-μόνοικα και ο καρπός τους ρόγα πολύσπερμη. Είναι φυτό διακοσμητικό, που καλλιεργείται σε δεξαμενές και ενυδρεία, σε πολλές παραλλαγές που ξεχωρίζουν από το σχήμα των φύλλων. Άλλα δηλαδή είναι σπαθοειδή, άλλα υποκαρδιώδη και άλλα γλωσσόμορφα. Η π. αφθονεί στην Αίγυπτο.
* * *η, Ντμήμα τής σαγής, λουρί που συγκρατεί το σαμάρι τού υποζυγίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθία, θηλ. τού επιθ. οπίσθιος].
Dictionary of Greek. 2013.